- αλαζονεία
- ητο να 'ναι κανείς φαντασμένος, έπαρση, οίηση: Η αλαζονεία του ήταν κάτι το παθολογικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλαζονεία — ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc/acc dual ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονείᾳ — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) … Dictionary of Greek
ἀλαζονείας — ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem acc pl ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονείαι — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονείαν — ἀλαζονείᾱν , ἀλαζονεία false pretension fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονίαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλαζονίας boaster masc nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονίας boaster masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονειῶν — ἀλαζονεία false pretension fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονεῖαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονείαις — ἀλαζονεία false pretension fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)